- φιληραϊστής
- φῐλ-ηραϊστής, οῦ, ὁ,A friend of the Ἡραϊσταί (guild of Hera-worshippers), IGRom.4.1732 ([place name] Samos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιληραϊστής — οῡ, ὁ, Α αυτός που διάκειται φιλικά προς τους Ηραϊστές, τα μέλη λατρευτικού θιάσου τής θεάς Ήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Ἡραϊστής «ιερέας τής Ήρας»] … Dictionary of Greek